ανθολόγος — ο, η (Α ἀνθολόγος, ον) νεοελλ. 1. ανθοκόμος 2. συνθέτης ή συντάκτης ανθολογίας αρχ. 1. αυτός που συλλέγει άνθη 2. αυτός που τού αρέσουν τα άνθη … Dictionary of Greek
ἀνθολόγοι — ἀνθολόγος flower gathering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθολόγοισι — ἀνθολόγος flower gathering masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθολόγου — ἀνθολόγος flower gathering masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθολόγους — ἀνθολόγος flower gathering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
Μάλορι, Τόμας — (Sir Thomas Malory, 1405; – 1471). Άγγλος συγγραφέας και ανθολόγος. Το όνομά του συνδέθηκε συγκεκριμένα με το έργο Ο θάνατος του Αρθούρου (Le morte d’ Arthur, 1469; 70;)), το οποίο αποτελεί την πρώτη εξιστόρηση, σε πεζό λόγο, του μύθου του… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek
ԾԱՂԿԱԺՈՂՈՎ — ( ) NBH 1 1002 Chronological Sequence: 8c, 14c ա. ἁνθολόγος colligens flores. Որ ժողովէ զծաղկունս. եւ Ուր իցէ ժողով կամ ժողովումն կամ բազմութիւն ծաղկանց. *Ծաղկաժողով եւ մրգաբեր հովտաց գրոց. Ոսկիփոր.: *Ի բաց բարձեալ լինին ամենայն իրօք ծաղկաժողովք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)